Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χρησιμεύω σαν

  • 1 προσανατολισμός

    ο
    1) ориентировка, ориентация;

    χάνω τον προσανατολισμόςό μου — а) терять ориентировку; — б) перен. сбиваться с толку;

    δίνω προσανατολισμόςό — давать ориентацию, направлять;

    2) ориентир;

    χρησιμεύω σαν προσανατολισμός — служить, быть ориентиром;

    § γιά προσανατολισμόςό — ориентировочный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσανατολισμός

См. также в других словарях:

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • χρησιμεύσασαν — χρησιμεύσᾱσαν , χρησιμεύω to be useful aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»